ουλεμάς

ουλεμάς
Από το αραβικό αλίμ = σοφός. Μορφωμένος, απόφοιτος ιερατικής σχολής, που έχει το δικαίωμα να διοριστεί ιεροδικαστής. Οι ο. αποτελούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία ιδιαίτερο σώμα διδακτόρων του μουσουλμανικού δικαίου και είχαν πολλά προνόμια, ανάμεσα στα οποία ήταν και η απαγόρευση δήμευσης της περιουσίας τους. Το σώμα των ο. ήταν χωρισμένο σε επτά τάξεις, με ανώτερη εκείνη των μολάδων ή μουλάδων. Ύπατος αρχηγός τους ήταν ο σεΐχ ουλ ισλάμ και, στις χώρες όπου δεν υπήρχε βαθμούχος του είδους, ρείς ουλ ουλεμά (= αρχηγός των ο.). Ο τελευταίος αυτός βαθμός ήταν σε χρήση παλαιότερα στη Γιουγκοσλαβία. Ο ρείς ουλ ουλεμά ήταν πατριάρχης ουσιαστικά των εκεί μουσουλμάνων.
* * *
ο
συν. στον πληθ. οι ουλεμάδες
τάξη στοχαστών τού ισλάμ από την οποία έχουν προέλθει οι θεολόγοι, οι μουφτήδες, δηλ. οι ερμηνευτές τού νόμου, οι καδήδες, δηλ. οι ιεροδικαστές, οι σεϊχουλισλάμ κ.ά. ανώτατοι θρησκευτικοί αξιωματούχοι, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις ισλαμικές κοινωνίες και αναφέρονται συχνά ως μουσουλμάνοι ιερείς ή κληρικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. 'ulema ή 'ulamā, πληθ. τού 'ālim «γνώστης, σοφός»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ακ-Σαραγί — (14ος αι.). Τούρκος ιεροδιδάσκαλος (ουλεμάς) που έζησε την εποχή του Μουράτ Α’. Το όνομά του ήταν Σεΐχ Δζεμαλεντίν Μεχμέτ, τον αποκαλούσαν όμως Α.Σ. από το όνομα της πόλης της καταγωγής του Ακ Σαράι (το Ικόνιο στα τουρκικά). Στον τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • Εβλιά, Τσελεμπί — (Celebi Evliya, Κωνσταντινούπολη 1611 – 1682). Τούρκος περιηγητής. Γιος εύπορης οικογένειας, ο Ε. έκανε πολύχρονες σπουδές στα ιεροδιδασκαλεία της Κωνσταντινούπολης και τελικά ανακηρύχθηκε ουλεμάς (διδάκτορας θεολογίας). Ακολουθώντας τον τουρκικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”